- αλαβαστρίτης
- ἀλαβαστρίτης (ενν. λίθος), ο (Α) [ἀλάβαστρο(ς)]συνών. τού αλαβάστρου. Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και τον Πλίνιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαβαστρίτης — calcareous alabaster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαβαστρίτου — ἀλαβαστρίτης calcareous alabaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαβαστρίτῃ — ἀλαβαστρίτης calcareous alabaster masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
alabastrita — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Variedad del alabastro yesoso, usado para fabricar vasos o estatuillas. SINÓNIMO [alabastrites] * * * alabastrita (del lat. «alabastrītes», del gr. «alabastrítēs») f. Alabastro yesoso. * * * alabastrita o… … Enciclopedia Universal
alabastrites — alabastrita o alabastrites. (Del lat. alabastrītes, y este del gr. ἀλαβαστρίτης). f. alabastro yesoso … Enciclopedia Universal
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
αλαβαστίτις — ἀλαβαστῑτις (ενν. πέτρα), η (Α) [ἀλάβαστος] ἀλαβαστρίτης* … Dictionary of Greek
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
alabastrita — o alabastrites (Del lat. alabastrītes, y este del gr. ἀλαβαστρίτης). f. alabastro yesoso … Diccionario de la lengua española
alabastrites — alabastrita o alabastrites (Del lat. alabastrītes, y este del gr. ἀλαβαστρίτης). f. alabastro yesoso … Diccionario de la lengua española